ωτοκόπτης

ωτοκόπτης
ο, Ν
ειδικό ψαλίδι με το οποίο κόβουν το άνω άκρο από τα αφτιά τών ζώων και, ιδίως, τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κόπτης (< κόβω), πρβλ. νυχο-κόπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”